λυκόφρονος

λυκόφρονος
λυκόφρων
wolf-minded
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λυκόφρονος — Λυκόφρων wolf minded masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαύω — (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση τού ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας.… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • λοξοτρόχις — λοξοτρόχις, ιδος, ἡ (Α) (για το ποίημα Κασσάνδρα τού Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»] …   Dictionary of Greek

  • Υπερείδης — Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 π.Χ. – Κλεωνές 322 π.Χ.). Μαθητής του Ισοκράτη (και ίσως του Πλάτωνα), τοποθετείται ως ρήτορας, κατά την κρίση των αρχαίων, μετά το Δημοσθένη, αν και το ύφος του δεν έχει τη δύναμη του δημοσθενικού λόγου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”